παχύχειλος

παχύχειλος
παχύχειλος
thick-lipped
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παχύχειλος — (pachychilus). Κολεόπτερο σαρκοφάγο έντομο της οικογένειας των καραβιιδών, που ζει στις χώρες της Μεσογείου. Το γνωστότερο είδος είναι ο π. ο στικτός, ιθαγενής της Ισπανίας με μέτριο μέγεθος και χρώμα μαύρο. * * * η, ο / παχύχειλος, ον, ΜΑ (για… …   Dictionary of Greek

  • παχύχειλα — παχύχειλος thick lipped neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύχειλοι — παχύχειλος thick lipped masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

  • παχυχειλής — ές Α ο παχύχειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + χειλής (< χεῖλος), πρβλ. ισο χειλής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”